-
1 μεταμειβω
дор.-эол. πεδᾰμείβω тж. med.1) обменивать(ἐσλὸν πήματος Pind.)
; менять(τὰς ὀπὰς ἐν τῇ γῇ, Arst.)
μεταμειβόμενοι Pind. — чередуясь;μυριάδας ἀγαθῶν ἑτέροις ἑτέρας μεταμειβόμενος Eur. — прошедший через длинную вереницу всяческих преуспеяний2) передавать по наследству(γᾶν τέκνων τέκνοις Eur.)
См. также в других словарях:
μεταμείβω — μεταμείβω, δωρ. τ. πεδαμείβω (Α) 1. μεταβάλλω, τροποποιώ («ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ», Πινδ.) 2. αλλάζω τη μορφή, μεταμορφώνω («ἐκ βοός... μετάμειβε γυναῑκα», Μόσχ.) 3. μεταφέρω, μεταβιβάζω, («γᾱν τέκνων τέκνοις μεταμείβει»,… … Dictionary of Greek